- νεοκαπιταλισμός
- ο(οικον.) φάση εξέλιξης τού καπιταλισμού, που άρχισε μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και η οποία χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση τών κεφαλαίων σε διεθνές επίπεδο και την ανάπτυξη πολυεθνικών εταιρειών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek